- εκατονταέτις
- (-ίδος) η столетняя старуха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκατονταέτις — η βλ. εκατονταετής … Dictionary of Greek
εκατονταετής — ές (θηλ. και εκατονταέτις) (AM ἑκατονταετής, ές) 1. εκατόχρονος, αυτός που έχει διάρκεια εκατό χρόνων 2. (για πρόσωπα) ο εκατοντούτης μσν. νεοελλ. φρ. «εκατονταετής πόλεμος» ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας (1338 1453) που είχε διάρκεια εκατό … Dictionary of Greek